Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Καφέ μπαρ Μάριος

Του Σώτου Αλεξίου (Περιοδικό Όασης)

Η οδός 'Ιωνος είναι ένας στενός δρόμος που σε βγάζει στην Ομόνοια. Εκεί ήταν το καφέ-μπαρ ο Μάριος όπου συναντιόντουσαν τα πρωτοκλασάτα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού. Δίπλα ακριβώς ήταν το μπαρ του Κώστα όπου όπως μου είπε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης συναντιόντουσαν τα δεύτερα και τρίτα ονόματα. Στο μπαράκι του Μάριου είχε γίνει πια συνήθεια να κάνει κάθε δημιουργός, πριν κυκλοφορήσει η  "πλάκα", την πρώτη παρουσίαση του καινούργιου τραγουδιού του, επιζητώντας την επιβράβευση των ομότεχνών του.

Το 1950 στις ταβέρνες της Νέας Ιωνίας και του Νέου Ηρακλείου είχε κάνει την εμφάνιση του ένας νέος τραγουδιστής που φιλοδοξούσε να γίνει ο νέος Τσαουσάκης. Ήταν ο δεκαεννιάχρονος Στέλιος Καζαντζίδης ο οποίος κέρδιζε το μεροκάματο του δουλεύοντας την ημέρα στην οικοδομή και τα βράδυα τραγουδώντας στις ταβέρνες με τους φίλους του, και ότι χαρτούρα βγει. Η μοίρα όμως άλλα σχέδια είχε γι'αυτόν, και στην προκειμένη περίπτωση η μοίρα ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου.

Ο μπάρμπα Γιάννης, ψάχνοντας να βρει καινούργιες φωνές για τα τραγούδια του, έπεσε πάνω στον Στέλιο. Πρόσεξε το μέταλλο της φωνής του και αγωνίστηκε πολύ να πείσει τον Μηλιόπουλο, τον υπεύθυνο της Columbia, να γραμμοφωνήσουνε το τραγούδι Οι βαλίτσες, με τον Στέλιο. Ο Νίκανδρος Μηλιόπουλος είχε ισχυρές αντιρρήσεις για τον Καζαντζίδη.
-Βρε Γιάννη μου του λέει, δεν κάνει το παιδί. Δεν βλέπεις ότι μιμείται τον Τσαουσάκη; Θα σου χαλάσει το τραγούδι. Αν το πει ο Τσαουσάκης θα γίνει μεγάλη επιτυχία.
-Ας τον μιμείται. Δεν θα το χαλάσει, απαντά ο Παπαϊωάννου. Έχει κάτι άλλο που δεν έχει ο Τσαουσάκης. Θα μάθει, και στο άλλο τραγούδι θα είναι καλύτερος.
( Από το βιβλίο του Κώστα Χατζηδούλη Ντόμπρα και σταράτα)

Ο Παπαιωάννου ήταν τότε στις μεγάλες του στιγμές, ήταν ισχυρός μέσα στην Columbia και δεν του χάλασε το χατήρι. Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1952 η γραμμοφώνηση είναι έτοιμη και ο Παπαϊωάννου παίρνει το πρώτο αντίγραφο, πριν ακόμα κυκλοφορήσει το τραγούδι. Έτσι λοιπόν, με την πλάκα στο χέρι, λίγο μετά το μεσημέρι, μια και δυο ο καλός μας πάει στου Μάριου το μπαράκι. Ο Παπαϊωάννου ήταν αγαπητός σε όλους και με το που τον βλέπουν τον υποδέχονται με τα κατάλληλα φιλικά πειράγματα.
-Τι γένεται, βρε Γιάννη; Τι έχουμε εκεί;
-Γεια σας, μάγκες και σιλάννς. Καθίστε και απολαύστε τις Βαλίτσες. Μάριε, πάρε την πλάκα και βαλ'την στο μηχάνημα.
  Εκεί ήταν μαζεμένο όλο το σινάφι. Από χρόνια είχε καθιερωθεί να γίνεται εκεί η πρώτη παρουσίαση κάθε νέου τους τραγουδιού. Αργότερα άλλαξε αυτό, γιατί στο μπαράκι άρχισαν να πηγαίνουν και άλλοι καλλιτέχνες, δημοτικοί, ηθοποιοί και άλλοι παρείσακτοι. Χάλασε το πράμα. Η απόρριψη η η αποδοχή γίνεται από το συνάφι σου. Η ακρόαση γίνεται μπροστά σε ένα δύσκολο κοινό που έχει και γνώση και πείρα αλλά και στο βάθος φθόνο. Ο δημιουργός αποζητά την επικύρωση των ομοτεχνών του. Των άλλων οι έπαινοι καλοδεχούμενοι αλλά σχεδόν περιττοί σε έναν κόσμο που δεν βιώνουν και που τον ερμηνεύουν σύμφωνα με το δικό του ψυχισμό.
  Στο μπαράκι τέτοια ώρα είναι όλοι εκεί. Είναι ο Τσιτσάνης ο Μητσάκης, ο Χιώτης, και άλλοι νεώτεροι ο Μπιθικώτσης, ο Δερβενιώτης. Όλοι παίρνοντας ο καθένας το κερασάκι που του ανήκει από την τούρτα. Εκεί σε αυτό το μπαράκι, ο καθένας ηλεκτριζότανε με καινούργια οράματα που γίνονταν μελωδίες. Έτσι μπόρεσαν να αντέξουν τη μίζερη ζωή τους. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε, μπορεί η πλέμπα να ήθελε να γλεντάει με τα τραγούδια τους, τους ιδίους όμως δεν τους ήθελε.
  Ήταν ακόμα οι μπουζουξήδες.  Γι'αυτό και αυτοί τους περιφρόνησαν μα το δικό τους τρόπο.
Καθώς το γραμμόφωνο γυρίζει και η φωνή του τραγουδιστή αγκαλιάζει την αίθουσα - να πάρεις τις βαλίτσες σου, να πας αλλού να ζήσεις - παρατηρείται μια αναστάτωση. Στο τέλος χειροκροτήματα κατά το δοκούν και  «μπράβο Γιάννη μου» και «τι ωραίο που είναι Γιάννη μου».
Δυο τρία στραβομουτσουνιάσματα, ένας δυο κοιταχτήκανε με σημασία και τότε ακούγεται μια φωνή από το βάθος. Κατά το δοκούν.
Η ιστορία δεν διαφύλαξε το όνομα αυτού που πέταξε την ατάκα. Έμεινε όμως το όνομα του τραγουδιστή που είπε το τραγούδι αυτό και η φωνή του «άγγιζε το θρύλο» και έκλαψε κόσμος ακούγοντας τη φωνή του σκυμμένος πάνω σε ένα τζουκ μποξ. Ο Παπαϊωάννου με την ψυχραιμία που τον διέκρινε τους είπε "βάθος".
Τι ωραίος που είναι ο ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ. Και όπως πάντα είχε δίκιο ο Γιάννης.

Λίγο μετά κυκλοφόρησε «το σπίτι έμεινε ορφανό του Παπαϊωάννου», «Θλιμμένο δειλινό» (1953) του Μητσάκη, «Τα μαλλιά τα γκρίζα» του Ποτοσίδη (1954) "Έφυγες και που μ' αφήνεις" του Χιώτη (1955), "Ίσως αύριο" (1958) του Τσιτσάνη και πολλά άλλα, που έγιναν όλα μεγάλες επιτυχίες και τραγουδήθηκαν από πολύ κόσμο. Από κει και μετά αρχίζει ένας άλλος δρόμος στην τραγουδιστική ζωή του Καζαντζίδη.

Υστερόγραφο
Σε όλους τους κουλτουριάρηδες με τα ακαταλαβίστικα φιγουράτα γραπτά τους. Αυτό που είπε ο μεγάλος Μπιθικώτσης όχι μία αλλά πολλές φορές

Ο Σώτος Αλεξίου είναι γλύπτης
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου